- στύψιμο
- τοπίεση για εξαγωγή χυμού ή άλλου υγρού: Στύψιμο του λεμονιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στύψιμο — το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στύβω, συμπίεση ενός πράγματος για την αφαίρεση τού υγρού ή τού χυμού που περιέχει (α. «το στύψιμο τών ρούχων» β. «το στύψιμο τών πορτοκαλιών») 2. μτφ. εξάντληση, ξεζούμισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στυψ τού αόρ … Dictionary of Greek
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
λεμονοστύφτης — ο γυάλινο, πλαστικό ή μεταλλικό σκεύος για στύψιμο λεμονιών … Dictionary of Greek
λεμονοστύφτης — ο σκεύος για το στύψιμο του λεμονιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεμονόκουπα — η το μισό λεμόνι μετά το στύψιμο: Της πετάξανε λεμονόκουπες γιατί τραγούδησε παράφωνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)